- ομόχρονος
- -η, -ο (ΑΜ ὁμόχρονος, -ον, Α και ὁμοχρόνιος, -ον)αυτός που γίνεται ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο, σύγχρονος, ταυτόχρονοςνεοελλ.1. ισόχρονος, ίσης χρονικής διάρκειας, που διαρκεί τον ίδιο χρόνο με κάποιον άλλο2. φρ. «ομόχρονη κληρονομικότητα»βιολ. κατά τον Δαρβίνο, μορφή κληρονομικότητας στην οποία ορισμένοι χαρακτήρες που μεταβιβάστηκαν εμφανίζονται στους απογόνους ακριβώς κατά την ηλικία που εμφανίστηκαν και στους προγόνουςαρχ.συνομήλικος, συνηλικιώτης, σύγχρονος.επίρρ...ομοχρόνως και ομόχρονα (ΑΜ ὁμοχρόνως)ταυτοχρόνως, συγχρόνως, κατά την ίδια στιγμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + χρόνος (πρβλ. ισό-χρονος). Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homochronous].
Dictionary of Greek. 2013.